Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιόνους — οἰόνους, ὁ (Α) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει μυαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴομαι «νομίζω» + νοῦς] … Dictionary of Greek
οἰόνουν — οἰόνους masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)